tocón - ορισμός. Τι είναι το tocón
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι tocón - ορισμός

PÁGINA DE DESAMBIGUACIÓN DE WIKIMEDIA
Tocon

tocón         
Sinónimos
sustantivo
Tocón         
El término tocón puede referirse, en esta enciclopedia:
tocón         
I
tocón1 (¿de or. prerromano?)
1 m. Parte del tronco de un árbol que queda junto a la *raíz al cortarlo. Choco, chueca, tocona, torgo, trompillo, troncón, tuco, tueco, zoca. Resegar. *Árbol. *Cepa. *Gancho. *Resto.
2 Parte de un miembro cortado que queda adherida al cuerpo. *Muñón.
II
tocón2, -a (inf.) adj. y n. Sobón.

Βικιπαίδεια

Tocón

El término tocón puede referirse, en esta enciclopedia:

  • a un tocón, la parte del tronco de un árbol que queda unida a la raíz cuando lo cortan por el pie;
  • a un tocón, una persona pequeña;
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για tocón
1. El vicario de la hermandad, Francisco Correro Tocón, ha desmentido por vía telefónica que el paso haya salido a la calle con el rosario.
2. A cierto ingeniero agrícola catalán residente en Roma se le abren las carnes cada vez que ve un árbol cortado – normalmente a la altura de la rodilla, para que alguien se deje el menisco–, cuyo tocón abandonado se convierte en involuntario receptáculo de pitillos y papeles.
Τι είναι tocón - ορισμός